- πτυγμάτιον
- πτυγμάτιον, τό, Dim. of foreg. 11, Heliod. ap. Orib.44.10.17, Sor.1.82, Leonid. ap. Aët.7.71.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πτυγμάτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυγμάτιον — τὸ, Α [πτύγμα, ατος] μικρή γάζα σε πληγή … Dictionary of Greek
πτυγματίων — πτυγμάτιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυγματίῳ — πτυγμάτιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυγμάτια — πτυγμάτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)